δικαιοδότης

δικαιοδότης
δικαιοδότης
juridicus
masc nom sg
δικαιοδοτέω
administer justice
imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δικαιοδότης — ο (AM δικαιοδότης) αυτός που απονέμει δικαιοσύνη, δικαστής αρχ. διοικητής επαρχίας με δικαστική εξουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίκαιον + δοτης < δίδωμι (πρβλ. αρτοδότης, εργοδότης)] …   Dictionary of Greek

  • δικαιοδοτῶν — δικαιοδότης juridicus masc gen pl δικαιοδοτέω administer justice pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαιοδότην — δικαιοδότης juridicus masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαιοδότου — δικαιοδότης juridicus masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • QUIRINUS Sulpicius (P.) — P. Sulpicius QUIRINUS Κυρην´ιος in Histor. Euangel. dictus, Consul Rom. mox a Consulatu, expugnatis per Ciliciam Homonaedensium castellis, insignia Triumphi adeptus, damnatô Archelaô, in Sytriam, ab Augusto, missus est, cum duplici potestate,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δίκαιος — α και η, ο και δίκιος, α, ο (AM δίκαιος, α, ον) Ι. 1. αυτός που κρίνει δίκαια, που απονέμει δικαιοσύνη σύμφωνα με τους νόμους και τη λογική («ο δίκαιος κριτής γυρεύει να χωρίσει το δίκαιο από το άδικο») 2. ο νόμιμος («δίκαιος κληρονόμος») 3. ο… …   Dictionary of Greek

  • δικαιοδοσία — Η εξουσία του δικαστηρίου για την επίλυση συγκεκριμένης διαφοράς.Εκούσια δ. ονομάζεται η διαδικασία κατά την οποία η δικαστική δ. κρίνει υποθέσεις χωρίς αντιδικία. * * * η (AM δικαιοδοσία) [δικαιοδότης] νεοελλ. 1. εξουσιοδότηση, πληρεξουσιότητα 2 …   Dictionary of Greek

  • δικαιοδοτώ — (AM δικαιοδοτῶ, έω) [δικαιοδότης] απονέμω δικαιοσύνη νεοελλ. εξουσιοδοτώ κάποιον, τού δίνω το δικαίωμα αρχ. (με αιτ.) διοικώ επαρχία κρατώντας και τη δικαστική εξουσία …   Dictionary of Greek

  • ЕГИПЕТ — Развалины рим. базилики в Гермополе. V в. Развалины рим. базилики в Гермополе. V в. [Арабская Республика Египет (АРЕ); араб. ; копт. khme], гос во в сев. вост. части Африки и на Синайском п ове в Азии, к его территории также относятся неск.… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”